- κατωτερικός
- κατωτερικός, -ή, -όν (Α) [κατώτερος](για φάρμακα) καθαρτικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατωτερικός — purgative masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατωτερικά — κατωτερικός purgative neut nom/voc/acc pl κατωτερικά̱ , κατωτερικός purgative fem nom/voc/acc dual κατωτερικά̱ , κατωτερικός purgative fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατωτερικῶν — κατωτερικός purgative fem gen pl κατωτερικός purgative masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατωτερικόν — κατωτερικός purgative masc acc sg κατωτερικός purgative neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατωτερικοῖς — κατωτερικός purgative masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατωτερικοῖσι — κατωτερικός purgative masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατωτερικοῦ — κατωτερικός purgative masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατωτερικῷ — κατωτερικός purgative masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)